δεκατηλόγος

δεκατηλόγος
ο (AM δεκατηλόγος)
ο δεκατευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεκατηλόγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκατηλόγοι — δεκατηλόγος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκατηλόγον — δεκατηλόγος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκατηλόγους — δεκατηλόγος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • δεκατηλογία — δεκατηλογία, η (Α) [δεκατηλόγος] η είσπραξη τού φόρου τής δεκάτης …   Dictionary of Greek

  • δεκατηλόγιο — το (Α δεκατηλόγιον) [δεκατηλόγος] το δεκατευτήριον νεοελλ. βιβλίο στο οποίο καταγράφεται ο φόρος τής δεκάτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”